- λαδάδικο
- τό1) магазин (по продаже растительного масла); 2) маслобойня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαδάδικο — το [λαδάς] 1. εργοστάσιο παραγωγής λαδιού, ελαιοτριβείο, ελαιουργείο 2. κατάστημα πωλήσεως λαδιού 3. ειδικό πλοίο που μεταφέρει λάδια … Dictionary of Greek
λαδάδικο — το 1. το ελαιοτριβείο. 2. το κατάστημα όπου πουλιέται λάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαδοπουλειό — το μαγαζί λαδέμπορου, λαδάδικο, ελαιοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + πουλειό (< πωλεῖον < πώλης < πωλῶ), με κώφωση τού ω σε ου , καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση (πρβλ. κρασο πουλειό, κρεατο πουλειό)] … Dictionary of Greek